- ἱλαρῶς
- ἱλαρόςcheerfuladverbialἱλαρόωgladdenpres ind act 2nd sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιλαρός — ή, και ά, ό (ΑΜ ἱλαρός, ά, όν) 1. χαρούμενος, εύθυμος 2. το ουδ. ως ουσ. το ιλαρό(ν) η ιλαρότητα νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η ιλαρά εξανθηματικό μολυσματικό νόσημα που προκαλείται από διηθητό ιό μσν. καλοπροαίρετος αρχ. (για αίμα) αυτός που σφύζει 2 … Dictionary of Greek
ԶՈՒԱՐԹԱՊԷՍ — ( ) NBH 1 0743 Chronological Sequence: 10c մ. ἰλαρῶς hilariter Զուարթութեամբ. զուարթ եւ ուրախ սրտիւ. *Զուարթապէս, եւ ո՛չ տխրաբար. Նար. ՟Ղ՟Գ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)